Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2019

Γιορτινό #3

Οι δρόμοι οργώθηκαν,
βλάστησαν, θέριεψαν
καρπούς ακρίδες.

Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2019

Γιορτινό #2

Οι δρόμοι και φέτος στολισμένοι
γιρλάντες με χάρτινα ανθρωπάκια,
ξένοι.

Να τραβήξεις μιαν ευθεία
από ένα βλέμμα, ίσα πέρα,
δε θ' απαντήσεις
- έξω κι άματις λοξοδρομήσεις
εκατόν ογδόντα μοίρες -
άνθρωπο άλλονε
κι άλλουνε βλέμμα.
(Εξαιρούνται τα χαριτωμένα
γκομενάκια, τα γκαρσόνια,
των πολυκαταστημάτων
οι υπάλληλοι,
τα πιόνια.)

Εν μέσω ερωτημάτων τέτοιων,
σπανίως απάντηση
να βρεις κατάλληλη -
θα 'ταν διαφορετικά μήπως,
άμα μετρούσες
από σημείου
προς εαυτόν του μήκος;

Να κρεμούσε ένας θρασύς καρτέλες
με την τιμή, το μέγεθος, χώρα παραγωγής,
στους άστεγους ή άλλους απεχθείς,
θά 'παυαν να 'ναι αόρατοι
κι επιδημία,
θα κέρδιζαν - ως τις εκπτώσεις
τουλάχιστον - μια κάποια αξία.

Έτσι στροβιλίζονται,
ένας πίσω απ' τον άλλον,
τα πολύβουα στίφη,
των μικρών, των μεγάλων
τ' άδεια κελύφη,
από κέντρο αόρατο τριγύρω,
μια υπόνοια,
(κάποτε λύσσα)
βαστώντας οδηγό τους
το ρολόι, κάποια ψώνια,
τις τσάντες με το θάνατό τους.

Στο μάτι του κυκλώνα βρήκες
την ευκαιρία, βγήκες
να ξαποστείλεις
μία προπέρσινη,
χαρβαλιασμένη φάτνη
- που ξέρναγαν μιαν άγια νύχτα,
πολύν ώρα,
πάνω και γύρω, μέσα σου,
πάγκοι με δώρα.

Από την ανακύκλωση επιστρέφοντας
στο σπίτι επαίτης
λυτρωμένος,
της πλαστικής χαράς δραπέτης,
περνάει ξάφνου από το νου σου πως
εξίσου, μέσα στους μόνους,
επιστρέφεις
μοναχός,
στους πέντε τρόμους
- σκύλους που θρέφεις -
στο ξένο φως,
στις δανεισμένες
αφηγήσεις ∙
άλλο σ' απόμεινε τί
να στολίσεις;

Γιορτινό #1

Μειώθηκαν, λέει, αισθητά
οι γιορτινές αυτοχειρίες.
Δε μου 'δωσαν να καταλάβω,
ωστόσο,
αν πρόκειται για νίκη ετούτο,
μήπως ήττα.

Φθινοπωρινό #1

Σαν κάτι να ψυχανεμίζεται
κι ολοένα γέρνει ο βασιλικός
στη μήτρα του,
η σκέψη,
η πρωινή πάχνη
     στη λαμαρίνα,
     στο τζάμι,
     στην καλημέρα,
το παλιωμένο χαρτί
που ανασαίνει.

Κουρνιάζουνε τα περιστέρια
     πα στο χώμα,
κοντοστέκονται οι άνθρωποι
     στο πρόθυρο,
κοιτούν ψηλά,
οσφραίνονται την ατμόσφαιρα,
βλασταίνουν
ένα όμορφο χρέος.

Τα διπλωμένα σεντόνια
μοσχοβολούνε τζάκι,
γεμίζει η κάμαρη επιστροφή
κι εμπιστοσύνη.

Το μαυλιστικό μεθύσι
κάποτε παύει,
κοπάζουν οι έρωτες
και τ' αρμυρίκια.
Η αγάπη ελεύθερη, νηφάλια,
ετοιμάζεται και πάλι να διηγηθεί
μια ολοκαίνουργια
υπόσχεση θυσίας.

Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

Λημμώδες

ποίημα (το)

ουσιαστικό, μα σπάνια

ορισμός

ποίημα νοείται ως
η (μάταιη) προσπάθεια του αγάλματος
να συνάγει εαυτόν απ' το καλούπι

ετυμολογία

το ποίημα γεννιέται, κάποτε,
από ένα ρήμα - ή άλλη Πτώση -
μα φθείρεται (μτγν.)
σε κοσμητικό επίθετο,
ήτοι κοινό γύψο,
που σπάζει με την πρώτη δεξίωση,
σα πιατικό στην πίστα

η φαρμακευτική πορεία
από το ένα άκρο στο άλλο,
καθιστά το ποίημα ομόρριζο
του κοινού επιθέματος,

δηλαδή,

κάτι που προστατεύει
μι' ανοιχτή πληγή,
από τον καθαρόν αέρα
και το φόβο
να επουλωθεί ταχύτερα
της φροντίδας, που αποζητά

ανατομία

ο ποιητής, στην πραγματικότητα,
δεν ξέρει τι γράφει,
εξού
και τα περισσότερα ποίηματα είναι τυφλά ∙
χρειάζονται τύπον τινά
ικανό να τα οδηγεί διαρκώς κάπου

ως εκ τούτου,
τη σωστή περπατησιά
τη φτιάνουν δυο ποδάρια :
ένα του ποιητή
κι ένα του παραποιητή,
δηλαδή,
εκείνου που συντρέχει
με το βλέμμα του
κι είναι συνώνυμος του αναγνώστη

αναγνώστες δεν υπάρχουν,
εξού
και τα περισσότερα ποιήματα είναι και κουτσά
∙ όπως οι ποιητές τους

το ποίημα, σα δεν κουτσαίνει
- ένα στα τρισδεκάκις χαρακώματα -
μάλλον οφείλεται σε έρωτα
ή σ' επανάσταση,
τότε δηλαδή που οι άνθρωποι
ή φιλιούνται ή ξεκοιλιάζονται,
στη λύσσα τους να 'ρθουν
όσο το δυνατόν εγγύτερα

παράδειγμα

« είχε ένα κορμί σα χέλι,
χόρευε το τσιφτετέλι »

ή στη φράση

« να πεις το ποίημα »

η οποία υπονοεί
πως κάτι ύποπτο συμβαίνει
στο μυαλό εκείνου,
που ασχολείται με την ποίηση

συνώνυμα

τα στιχάκια, ο τοκετός
κι η αναμόχλευση

ετερώνυμα

ο ποιητής

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2019

Χαϊκού Ουισκιού

Μια κατσαρίδα
με ρώτησε τι κάνεις
και την πάτησα

[2012]

Τρίτη 1 Ιανουαρίου 2019

Αντί προλόγου

Χρειάζεται να θεσπίσουμε ποινές
γι' αυτούς που γράφουν υποδόριους
προλόγους στα βιβλία - ή άλλα
ταξίδια.

Μόνος σκοπός να σε γεμίσουν ενοχή,
που κοντοστέκεσαι γυμνός στο πασαδούρο,
βαστάζοντας μονάχα τη διαύγεια
του πυρετού,
των οριζόντων.

Δεν είναι η αποκαθήλωση της ρότας
με το κουμπάσο κι άλλες προοικονομίες,
όχι δεν είναι τούτο. Μα είναι
- να -
λίγο πριν φορτωθείς εκείνη,
που θα βαστάς για το ταξίδι ανάσα
και δένεις με τις φλέβες καντιλίτσα
τη μοίρα σου σφιχτά σε κάτι ξένο,

είναι στο μπράτσο σου χέρι απρόσκλητο,
την ώρα αυτή, που δεν ανήκεις πουθενά,
στ' αυτί χείλη παράταιρα,

για να σου πουν κάτι ανόητο, να σε κατευοδώσουν,
να σε φοβίσουν ότι ξέχασες
το πιο σημαντικό.